- ευγενίς
- εὐγενίς, ἡ (ΑΜ)Μ και εὐγενίδα) [ευγενής]αυτή που κατάγεται από αρχοντική γενιά, η αρχόντισσαμσν.ευγενική, με λεπτούς τρόπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐγενίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενίδα — εὐγενίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενίδας — εὐγενίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενίδες — εὐγενίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενίδι — εὐγενίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενίδος — εὐγενίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγενίδων — εὐγενίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)